Livre Chapitre
Matthieu
Marc
Luc
Jean
Actes
Romains
1 Corinthiens
2 Corinthiens
Galates
Ephésiens
Philippiens
Colossiens
1 Thessaloniciens
2 Thessaloniciens
1 Timothée
2 Timothée
Tite
Philémon
Hébreux
Jacques
1 Pierre
2 Pierre
1 Jean
2 Jean
3 Jean
Jude
Apocalypse
 1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ     2MARC     2
1
Καὶ εἰσῆλθεν (N εἰσῆλθεν εἰσελθὼν) πάλιν εἰς Καπερναοὺμ (N Καπερναοὺμ Καφαρναοὺμ) δι’ ἡμερῶν: καὶ (N καὶ ἠκούσθη ἠκούσθη) ἠκούσθη ὅτι εἰς (N εἰς οἶκόν ἐν οἴκῳ) οἶκόν ἐστιν.
Et Jésus étant de nouveau entré dans Capernaüm quelques jours après, on ouït dire qu'il était dans une maison.
1
2
Καὶ εὐθέως (N εὐθέως ) συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν: καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον.
Et aussitôt beaucoup de gens s'y assemblèrent, tellement que même l'espace qui était devant la porte ne les pouvait plus contenir ; et il leur annonçait la parole.
2
3
Καὶ ἔρχονται πρὸς (N πρὸς αὐτόν παραλυτικὸν φέροντες φέροντες πρὸς αὐτὸν παραλυτικόν) αὐτόν, παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων.
Et ils viennent, amenant vers lui un paralytique, porté par quatre hommes.
3
4
Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι (N προσεγγίσαι προσενέγκαι) αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσιν τὸν κράββατον (Β κράββατον κράβαττον) (N κράββατον ἐφ’ ᾧ κράβαττον ὅπου) ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο.
Et comme ils ne pouvaient l'amener jusqu'à lui à cause de la foule, ils découvrirent le toit à l'endroit où il était, et, après y avoir fait une ouverture, ils descendent le lit sur lequel le paralytique était couché.
4
5
Ἰδὼν (N Ἰδὼν δὲ Καὶ ἰδὼν) δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ, Τέκνον, ἀφέωνταί (N ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι) σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Et Jésus, voyant leur foi, dit au paralytique : Mon enfant, tes péchés sont pardonnés.
5
6
Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι, καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν,
Or quelques-uns des scribes étaient là assis et raisonnant dans leurs cœurs :
6
7
Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; (N λαλεῖ βλασφημίας; λαλεῖ; Βλασφημεῖ.) Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς, ὁ θεός;
Pourquoi celui-ci parle-t-il ainsi ? il blasphème ! Qui peut pardonner les péchés, si ce n'est Dieu seul ?
7
8
Καὶ εὐθέως (N εὐθέως εὐθὺς) ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ (N αὐτοὶ ) διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν (N εἶπεν λέγει) αὐτοῖς, Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
Et aussitôt Jésus ayant connu, par son esprit, qu'ils raisonnaient ainsi en eux-mêmes, leur dit : Pourquoi faites-vous ces raisonnements dans vos cœurs ?
8
9
Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, Ἀφέωνταί (N Ἀφέωνταί Ἀφίενταί) σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, Ἔγειραι, (Β Ἔγειραι Ἔγειρε) (N Ἔγειραι Ἔγειρε) καὶ ἆρόν σου (N σου τὸν κράββατον τὸν κράβαττόν σου) τὸν κράββατον, (Β κράββατον κράβαττον) καὶ περιπάτει;
Lequel est le plus facile, de dire au paralytique : Tes péchés sont pardonnés ; ou de dire : Lève-toi, prends ton lit, et t'en va ?
9
10
Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι (Β ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι) ἐπὶ (N ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς) τῆς γῆς ἁμαρτίας – λέγει τῷ παραλυτικῷ –
Or, afin que vous sachiez que le fils de l'homme a, sur la terre, le pouvoir de pardonner les péchés — il s'adresse au paralytique —
10
11
Σοὶ λέγω, ἔγειραι (Β ἔγειραι ἔγειρε) (N ἔγειραι καὶ ἔγειρε) καὶ ἆρον τὸν κράββατόν (Β κράββατόν κράβαττόν) (N κράββατόν κράβαττόν) σου, καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.
Je te dis : Lève-toi, prends ton lit, et t'en va dans ta maison !
11
12
Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, (N εὐθέως καὶ καὶ εὐθὺς) καὶ ἄρας τὸν κράββατον, (Β κράββατον κράβαττον) (N κράββατον κράβαττον) ἐξῆλθεν ἐναντίον (N ἐναντίον ἔμπροσθεν) πάντων: ὥστε ἐξίστασθαι πάντας, καὶ δοξάζειν τὸν θεόν, λέγοντας ὅτι Οὐδέποτε (N Οὐδέποτε οὕτως Οὕτως οὐδέποτε) οὕτως εἴδομεν.
Et aussitôt il se leva, et ayant pris son lit, il sortit en présence de tous ; de sorte qu'ils étaient tous dans l'étonnement et glorifiaient Dieu, disant : Jamais nous n'avons vu chose pareille.
12
13
(Π) Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν παρὰ τὴν θάλασσαν: καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς.
Et il sortit et retourna au bord de la mer ; et toute la foule venait à lui, et il les enseignait.
13
14
Καὶ παράγων εἶδεν Λευῒ (Β Λευῒ Λευῒν) (N Λευῒ Λευὶν) τὸν τοῦ Ἀλφαίου καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.
Et, en passant, il vit Lévi, fils d'Alphée, assis au bureau des péages, et il lui dit : Suis-moi. Et s'étant levé, il le suivit.
14
15
Καὶ ἐγένετο (N ἐγένετο ἐν τῷ γίνεται) ἐν τῷ κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ: ἦσαν γὰρ πολλοί, καὶ ἠκολούθησαν (N ἠκολούθησαν ἠκολούθουν) αὐτῷ.
Et il arriva qu'il était à table dans sa maison, et beaucoup de péagers et de pécheurs étaient aussi à table avec Jésus et ses disciples ; car ils étaient nombreux, et ils le suivaient,
15
16
Καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ (N καὶ οἱ Φαρισαῖοι τῶν Φαρισαίων) οἱ Φαρισαῖοι, ἰδόντες αὐτὸν (N αὐτὸν ἐσθίοντα ὅτι ἐσθίει) ἐσθίοντα μετὰ τῶν τελωνῶν (N τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἔλεγον ἁμαρτωλῶν καὶ τελωνῶν ἔλεγον) καὶ ἁμαρτωλῶν, ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, Τί (N Τί ) ὅτι μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει καὶ (N καὶ πίνει ) πίνει;
ainsi que des scribes d'entre les pharisiens. Et voyant qu'il mangeait avec les péagers et les pécheurs, ils disaient à ses disciples : Pourquoi mange-t-il et boit-il avec les péagers et les pécheurs ?
16
17
Καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς, Οὐ (N Οὐ [ὅτι] Οὐ) χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς (N εἰς μετάνοιαν ) μετάνοιαν.
Et Jésus, l'ayant entendu, leur dit : Ceux qui sont en santé n'ont pas besoin de médecin, mais ceux qui se portent mal. Je ne suis pas venu appeler des justes, mais des pécheurs [à la repentance].
17
18
(Π) Καὶ ἦσαν οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν (N τῶν Φαρισαίων νηστεύοντες Φαρισαῖοι νηστεύοντες) Φαρισαίων νηστεύοντες: καὶ ἔρχονται καὶ λέγουσιν αὐτῷ, Διὰ τί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν (N τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν μαθηταὶ τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν) Φαρισαίων νηστεύουσιν, οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ οὐ νηστεύουσιν;
Et les disciples de Jean et les pharisiens jeûnaient ; et ils viennent à Jésus et lui disent : Pourquoi les disciples de Jean et ceux des pharisiens jeûnent-ils, tandis que tes disciples ne jeûnent point ?
18
19
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ’ αὐτῶν ἐστιν, νηστεύειν; Ὅσον χρόνον μεθ’ (N μεθ’ ἑαυτῶν ἔχουσιν τὸν νυμφίον ἔχουσιν τὸν νυμφίον μετ’ αὐτῶν) ἑαυτῶν ἔχουσιν τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται νηστεύειν:
Et Jésus leur dit : Les amis de l'époux peuvent-ils jeûner pendant que l'époux est avec eux ? Tout le temps qu'ils ont l'époux avec eux ils ne peuvent jeûner.
19
20
ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις (N ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ) ταῖς ἡμέραις.
Mais les jours viendront que l'époux leur sera ôté, et alors ils jeûneront en ce jour-là.
20
21
Καὶ (N Καὶ οὐδεὶς Οὐδεὶς) οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει (N ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ ἐπιράπτει ἐπὶ ἱμάτιον παλαιόν) ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ: εἰ δὲ μή, αἴρει τὸ πλήρωμα αὐτοῦ (N αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ) τὸ καινὸν τοῦ παλαιοῦ, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται.
Personne ne coud une pièce de drap neuf à un vieil habit ; autrement la pièce neuve emporte une partie du vieux drap, et la déchirure devient pire.
21
22
Καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς: εἰ δὲ μή, ῥήσσει (N ῥήσσει ῥήξει) ὁ οἶνος ὁ (N ὁ νέος ) νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται (N ἐκχεῖται ἀπόλλυται) καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται: (N ἀπολοῦνται ) ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον. (N βλητέον )
Et personne ne met du vin nouveau dans de vieilles outres ; autrement le vin rompra les outres, et le vin et les outres sont perdus ; mais du vin nouveau se met dans des outres neuves.
22
23
(Π) Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι (N παραπορεύεσθαι αὐτὸν αὐτὸν) αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασιν διὰ (N διὰ παραπορεύεσθαι διὰ) τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο (N ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤρξαντο) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας.
Et il arriva qu'il passait par les blés le jour du sabbat, et ses disciples, chemin faisant, se mirent à arracher des épis.
23
24
Καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ, Ἴδε, τί ποιοῦσιν ἐν (N ἐν ) τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστιν;
Et les pharisiens lui disaient : Regarde ! pourquoi font-ils le jour du sabbat ce qui n'est pas permis ?
24
25
Καὶ αὐτὸς (N αὐτὸς ἔλεγεν λέγει) ἔλεγεν αὐτοῖς, Οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησεν Δαυίδ, ὅτε χρείαν ἔσχεν καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ;
Et lui leur dit : N'avez-vous jamais lu ce que fit David, quand il fut dans le besoin, et qu'il eut faim, lui et ceux qui étaient avec lui ?
25
26
Πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως, καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστιν φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς (N τοῖς ἱερεῦσιν τοὺς ἱερεῖς) ἱερεῦσιν, καὶ ἔδωκεν καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσιν;
Comment il entra dans la maison de Dieu, du temps d'Abiathar souverain sacrificateur, et mangea les pains de proposition, qu'il n'est permis de manger qu'aux sacrificateurs, et en donna aussi à ceux qui étaient avec lui ?
26
27
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ (N οὐχ καὶ οὐχ) ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον:
Et il leur disait : Le sabbat a été fait pour l'homme, et non pas l'homme pour le sabbat ;
27
28
ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.
en sorte que le fils de l'homme est Seigneur même du sabbat.
28