Livre Chapitre
Matthieu
Marc
Luc
Jean
Actes
Romains
1 Corinthiens
2 Corinthiens
Galates
Ephésiens
Philippiens
Colossiens
1 Thessaloniciens
2 Thessaloniciens
1 Timothée
2 Timothée
Tite
Philémon
Hébreux
Jacques
1 Pierre
2 Pierre
1 Jean
2 Jean
3 Jean
Jude
Apocalypse
 1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ     3MARC     3
1
Καὶ εἰσῆλθεν πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα.
Et il entra de nouveau dans une synagogue, et il y avait là un homme qui avait la main desséchée.
1
2
Καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασιν θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ.
Et ils l'observaient pour voir si, le jour du sabbat, il le guérirait, afin de l'accuser.
2
3
Καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην (N ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα Ἔγειραι τὴν ξηρὰν χεῖρα ἔχοντι Ἔγειρε) ἔχοντι τὴν χεῖρα, Ἔγειραι εἰς τὸ μέσον.
Et il dit à l'homme qui avait la main sèche : Lève-toi et viens ici au milieu.
3
4
Καὶ λέγει αὐτοῖς, Ἔξεστιν τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι, (N ἀγαθοποιῆσαι ἀγαθὸν ποιῆσαι) ἢ κακοποιῆσαι; Ψυχὴν σῶσαι, ἢ ἀποκτεῖναι; Οἱ δὲ ἐσιώπων.
Puis il leur dit : Est-il permis, le jour du sabbat, de faire du bien ou de faire du mal ? de sauver une vie ou de tuer ? Mais eux se taisaient.
4
5
Καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ, Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. (N σου ) Καὶ ἐξέτεινεν, καὶ ἀποκατεστάθη (Β ἀποκατεστάθη ἀπεκατεστάθη) (N ἀποκατεστάθη ἀπεκατεστάθη) ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς (N ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη ) ὡς ἡ ἄλλη.
Et après avoir porté ses regards sur eux tout autour avec colère, étant attristé de l'endurcissement de leur cœur, il dit à l'homme : Etends ta main. Et il l'étendit, et sa main fut saine [comme l'autre].
5
6
Καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως (N εὐθέως εὐθὺς) μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν (N ἐποίουν ἐδίδουν) κατ’ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν.
Et les pharisiens étant sortis tinrent aussitôt conseil contre lui avec les hérodiens, afin de le faire périr.
6
7
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν (N ἀνεχώρησεν μετὰ μετὰ) μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς (N πρὸς ἀνεχώρησεν πρὸς) τὴν θάλασσαν: καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν (Β ἠκολούθησαν ἠκολούθησεν) (N ἠκολούθησαν αὐτῷ [ἠκολούθησεν]) αὐτῷ, καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας,
Et Jésus se retira avec ses disciples vers la mer ; et une grande multitude le suivit de la Galilée et de la Judée
7
8
καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων, καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας, καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ οἱ (N οἱ ) περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες (N ἀκούσαντες ἀκούοντες) ὅσα ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν.
et de Jérusalem et de l'Idumée et d'au delà le Jourdain et des environs de Tyr et de Sidon, une grande multitude, entendant parler de tout ce qu'il faisait, vint à lui.
8
9
Καὶ εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν.
Et il dit à ses disciples qu'il y eût une petite barque toute prête pour lui, à cause de la multitude, afin qu'elle ne le pressât pas.
9
10
Πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ, ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται, ὅσοι εἶχον μάστιγας.
Car il en guérissait beaucoup ; de sorte que tous ceux qui avaient des maux se jetaient sur lui pour le toucher.
10
11
Καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρει, (N ἐθεώρει προσέπιπτεν ἐθεώρουν προσέπιπτον) προσέπιπτεν αὐτῷ, καὶ ἔκραζεν, (N ἔκραζεν λέγοντα ἔκραζον λέγοντες) λέγοντα ὅτι Σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ.
Et les esprits impurs, quand ils le voyaient, se prosternaient devant lui, et s'écriaient : Tu es le Fils de Dieu.
11
12
Καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν (N φανερὸν αὐτὸν αὐτὸν φανερὸν) αὐτὸν ποιήσωσιν.
Et il leur défendait expressément de le faire connaître.
12
13
(Π) Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός: καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν.
Et il monte sur la montagne, et appelle à lui ceux qu'il voulait, et ils vinrent vers lui ;
13
14
Καὶ ἐποίησεν δώδεκα, ἵνα (N δώδεκα δώδεκα [οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασεν]) ὦσιν μετ’ αὐτοῦ, καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν,
et il en établit douze, afin qu'ils fussent avec lui, afin qu'il les envoyât pour prêcher
14
15
καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν (N θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ) τὰς νόσους, καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια:
et pour avoir la puissance de chasser les démons.
15
16
καὶ (N καὶ ἐπέθηκεν τῷ Σίμωνι ὄνομα [καὶ ἐποίησεν τοὺς δώδεκα] καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι) ἐπέθηκεν τῷ Σίμωνι ὄνομα Πέτρον:
Et il établit les douze : Simon, à qui il donna le nom de Pierre ;
16
17
καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου: καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα (N ὀνόματα Βοανεργές ὀνόμα[τα] Βοανηργές) Βοανεργές, ὅ ἐστιν, Υἱοὶ Βροντῆς:
et Jacques, fils de Zébédée, et Jean, frère de Jacques, auxquels il donna le nom de Boanergès, c'est-à-dire fils du tonnerre ;
17
18
καὶ Ἀνδρέαν, καὶ Φίλιππον, καὶ Βαρθολομαῖον, καὶ Ματθαῖον, (N Ματθαῖον Μαθθαῖον) καὶ Θωμᾶν, καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου, καὶ Θαδδαῖον, καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην, (N Κανανίτην Καναναῖον)
et André, et Philippe, et Barthélemi, et Matthieu, et Thomas, et Jacques fils d'Alphée, et Thaddée, et Simon le Cananéen ;
18
19
καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, (N Ἰσκαριώτην Ἰσκαριώθ) ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. (Π) Καὶ (N ἔρχονται ἔρχεται) ἔρχονται εἰς οἶκον:
et Judas Iscariot, celui qui aussi le livra. Et il se rend dans une maison,
19
20
καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, (N ὄχλος [ὁ] ὄχλος) ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μήτε (N μήτε μηδὲ) ἄρτον φαγεῖν.
et une multitude s'assemble de nouveau, de sorte qu'ils ne pouvaient pas même prendre leur repas.
20
21
Καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν: ἔλεγον γὰρ ὅτι Ἐξέστη.
Et ses proches, ayant appris cela, sortirent pour se saisir de lui ; car ils disaient : Il est hors de sens.
21
22
Καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.
Et les scribes, qui étaient descendus de Jérusalem, disaient : Il a Béelzébul, et c'est par le prince des démons qu'il chasse les démons.
22
23
Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτούς, ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς, Πῶς δύναται Σατανᾶς Σατανᾶν ἐκβάλλειν;
Et les ayant appelés à lui, il leur disait en paraboles : Comment Satan peut-il chasser Satan ?
23
24
Καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη.
Et si un royaume est divisé contre lui-même, ce royaume-là ne peut pas subsister.
24
25
Καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται (N δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη δυνήσεται ἡ οἰκία ἐκείνη σταθῆναι) σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη.
Et si une maison est divisée contre elle-même, cette maison-là ne pourra pas subsister.
25
26
Καὶ εἰ ὁ Σατανᾶς ἀνέστη ἐφ’ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, (N μεμέρισται ἐμερίσθη) οὐ δύναται σταθῆναι, (N σταθῆναι στῆναι) ἀλλὰ τέλος ἔχει.
Et si Satan s'élève contre lui-même et est divisé, il ne peut subsister, mais il touche à sa fin.
26
27
Οὐδεὶς (N Οὐδεὶς δύναται Ἀλλ’ οὐ δύναται οὐδεὶς) δύναται τὰ (N τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν τὰ σκεύη) σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ, εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσῃ. (Β διαρπάσῃ διαρπάσει) (N διαρπάσῃ διαρπάσει)
Mais personne ne peut entrer dans la maison de l'homme fort, et piller son bien, s'il n'a auparavant lié l'homme fort ; et alors il pillera sa maison.
27
28
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τὰ (N τὰ ἁμαρτήματα τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα) ἁμαρτήματα τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, καὶ (N καὶ καὶ αἱ) βλασφημίαι ὅσας (N ὅσας ἂν ὅσα ἐὰν) ἂν βλασφημήσωσιν:
En vérité je vous dis que tous les péchés seront pardonnés aux fils des hommes, et tous les blasphèmes qu'ils auront pu proférer ;
28
29
ὃς δ’ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ’ (N ἀλλ’ ἀλλὰ) ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως. (N κρίσεως ἁμαρτήματος)
mais celui qui aura blasphémé contre l'Esprit-Saint, n'obtiendra jamais de pardon ; mais il est coupable d'un péché éternel.
29
30
Ὅτι ἔλεγον, Πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει.
C'est qu'ils disaient : Il a un esprit impur.
30
31
(Π) Ἔρχονται (N Ἔρχονται οὖν Καὶ ἔρχεται) οὖν οἱ (N οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ) ἀδελφοὶ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες (N ἑστῶτες στήκοντες) ἀπέστειλαν πρὸς αὐτόν, φωνοῦντες (N φωνοῦντες καλοῦντες) αὐτόν.
Et sa mère et ses frères viennent ; et se tenant dehors, ils envoyèrent vers lui pour l'appeler ;
31
32
Καὶ ἐκάθητο ὄχλος (N ὄχλος περὶ αὐτόν περὶ αὐτὸν ὄχλος) περὶ αὐτόν: εἶπον (N εἶπον δὲ καὶ λέγουσιν) δὲ αὐτῷ, Ἰδού, ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου καὶ (N καὶ αἱ ἀδελφαί σου [καὶ αἱ ἀδελφαί σου]) αἱ ἀδελφαί σου ἔξω ζητοῦσίν σε.
et une foule était assise autour de lui. Et on lui dit : Voici, ta mère et tes frères et tes sœurs sont dehors qui te cherchent.
32
33
Καὶ ἀπεκρίθη (N ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων ἀποκριθεὶς αὐτοῖς λέγει) αὐτοῖς λέγων, Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ (N ἢ οἱ καὶ οἱ) οἱ ἀδελφοί μου; (N ἀδελφοί μου ἀδελφοί [μου])
Et répondant, il leur dit : Qui est ma mère et qui sont mes frères ?
33
34
Καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ (N κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν τοὺς περὶ αὐτὸν κύκλῳ) τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους, λέγει, Ἴδε, ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
Et, portant ses regards tout à l'entour sur ceux qui étaient assis en cercle autour de lui, il dit : Voici ma mère et mes frères.
34
35
Ὃς γὰρ (N γὰρ [γὰρ]) ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου (N ἀδελφή μου ἀδελφὴ) καὶ μήτηρ ἐστίν.
Quiconque fera la volonté de Dieu, celui-là est mon frère et ma sœur, et ma mère.
35